Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

общественный - κοινωνικό -

  • 1 общественный

    επ.
    1. κοινωνικός•

    закон -го развития νόμος της κοινωνικής εξέλιξης•

    строй το κοινωνικό σύστημα•

    -ая жизнь η κοινωνική ζωή•

    -ые отношения οι κοινωνικές σχέσεις•

    -ая собственность κοινωνική ιδιοκτησία•

    -ое положение κοινωνική κατάσταση ή η κοινωνική θέση•

    общественный долг το κοινωνικό χρέος•

    -ые организации οι κοινωνικές οργανώσεις.

    || δημόσιος•

    -ые работы δημόσιες εργασίες•

    -ое имущество δημόσια περιουσία•

    -ое поричиние δημόσια επιτίμηση• ξεμπρόστιασμα.

    || κοινός, συλλογικός•

    -ая обработка земли κοινή καλλιέργεια της γης.

    2. φίλος των συναναστροφών•

    общественный человек κοινωνικός άνθρωπος.

    εκφρ.
    общественный обвинитель – ο δημόσιος κατήγορος.

    Большой русско-греческий словарь > общественный

  • 2 общественный

    общественн||ый
    прил в разн. знач. κοινωνικός:
    \общественныйое развитие ἡ κοινωνική ἐξέλιξη· \общественный строй τό κοινωνικό καθεστώς, τό κοινωνικό σύστημα· \общественныйые отношения οἱ κοινωνικές σχέσεις· \общественныйое производство ἡ κοινωνική παραγωγή· \общественныйая жизнь ἡ κοινωνική ζωή, ὁ κοινωνικός βίος' \общественныйое мнение ἡ κοινή γνώμη· \общественныйые организации οἱ κοινωνικές ὁργανώσεις· \общественныйая работа ἡ κοινωνική ἐργασία· \общественныйая собственность ἡ κοινωνική ἰδιοκτησία· \общественныйое имущество ἡ δημόσια περιουσία· \общественныйые доходы οἱ δημόσιες πρόσοδοι· \общественныйая обработка земли́ ἡ κοινή καλλιέργεια τής γής, ἡ συλλογική καλλιέργεια τής γής· \общественныйое землепользование ἡ κοινωνική γαιοχτησία· \общественныйое животноводство ἡ συλλογική (или κολεχτιβι-στική) κτηνοτροφία· на \общественныйых началах στή βάση ἐθελοντικής προσφορδς· ◊ \общественныйое порицание ἡ δημοσία μομφή, ἡ δημοσία κατάκριση· \общественный обвинитель ὁ δημόσιος κατήγορος· \общественныйое питание ἡ δημοσία σίτισις, ἡ δημοσία διατροφή, ἡ σίτισις στά ἐστιατόρια· \общественныйое положение ἡ κοινωνική θέση [-ις]· \общественныйые науки οἱ κοινωνικές ἐπιστήμες.

    Русско-новогреческий словарь > общественный

  • 3 строй

    1. (система построения чего-л.) η παράταξη, ο σχηματισμός
    η διάταξη
    выходить из - я θέτω εκτός λειτουργίας, αχρηστεύω
    2. (система общественного, государственного устройства, формация) το καθεστώς
    το σύστημα
    государственный - κρατικό -, το πολίτευμα

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > строй

  • 4 строй

    1. строй м 1) το πολίτευμα; государственный \строй το καθεστώς· общественный \строй το κοινωνικό καθεστώς; демократический \строй το δημοκρατικό πολίτευμα· социалистический \строй το σοσιαλιστικό καθεστώς 2) воен., спорт, η σύνταξη 2. строй παρατάσσω, συντάσσω \стройся (в ряды) συντάσσομαι
    * * *
    м
    1) το πολίτευμα

    госуда́рственный строй — το καθεστώς

    обще́ственный строй — το κοινωνικό καθεστώς

    демократи́ческий строй — το δημοκρατικό πολίτευμα

    2) воен., спорт. η σύνταξη

    Русско-греческий словарь > строй

  • 5 строй

    строя, προθτ. о строе, в строю, πλθ. строи, -ев κ. строй
    -θβ α.
    1. (στρατ.) σύνταξη. || τμήμα συνταγμένο. •
    τμήμα μάχιμο.
    2. σειρά, στοίχος, γραμμή (αντικειμένων).
    3. διάρθρωση, συγκρότηση, σύνθεση•

    метрический -стиха μετρική σύνθεση στίχου.

    || χαρακτήρας, τρόπος•

    строй мышления τρόπος της σκέψης.

    || το καθεστώς, το κοινωνικό σύστημα μιας χώρας•

    самодержавный строй το απολυταρχικό καθεστώς•

    феодальный строй το φεουδαρχικό καθεστώς•

    буржуазный строй αστικό καθεστώς•

    социалистический, строй σοσιαλιστικό καθεστώς•

    5. κούρντισμα, εναρμόνιση.
    εκφρ.
    вести в строй – κρίνω ικανόν για εργασία ή μάχιμο•
    встать (поступить, войти, стать) в строй – είμαι, γίνομαι ικανός για εργασία ή μάχιμος•
    остаться в -ю – μένω στις γραμμές, είμαι ακόμα ικανός για δουλειά ή για στρατό)•
    вывести из строя – α) βγάζω ανίκανο ή άχρηστο, β) χαλνώ, αχρηστεύω•
    выйти (выбить) из строя – αχρηστεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > строй

  • 6 κοινωνικός

    η, ό[ν]
    1) общественный, социальный;

    κοινωνικές σχέσεις — общественные отношения;

    κοινωνικό καθεστώς ( — или σύστημα) — общественный строй;

    κοινωνικές ασφαλίσεις — социальное страховсшие;

    κοινωνικές υπηρεσίες — или κοινωνική πρόνοια — социальное обеспечение;

    κοινωνική εργασία — общественная работа;

    κοινωνική ζωή — или κοινωνικ βίος — общественная, социальная жизнь;

    κοινωνικές τάξεις (επιστήμες) — общественные классы (науки);

    κοινωνική παραγωγή — общественное производство;

    κοινωνική ιδιοκτησία — общественная собственность;

    κοινωνική θέση — социальное положение;

    κοινωνικά φρονήματα — политические убеждения;

    πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων — справка (полиции) о политической благонадёжности;

    2) общительный;

    κοινωνικός χαρακτήρας — общительный характер

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κοινωνικός

  • 7 строй

    стро||й
    м
    1. τό καθεστώς, τό σύστημα:
    государственный \строй τό πολίτευμα, τό καθεστώς· социалистический \строй τό σοσιαλιστικό καθεστώς· общественный \строй τό κοινωνικό καθεστώς· колхозный \строй τό σύστημα τών κολχόζ· 2.:
    грамматический \строй языка ἡ γραμματική διάρθρωση τής γλώσσας·
    3. воен. ἡ παράταξη [-ις], ἡ σύν-ταξη [-ις]:
    сомкнутый \строй ή, πυκνή παράταξη· боевой \строй ἡ παράταξη μάχης· ◊ вступать в \строй (о предприятии) ἀρχίζω νά λειτουργώ· вводить в \строй ἀρχίζω νά χρησιμοποιώ· выводить из\стройя θέτω ἐκτος μάχης, ἀχρηστεύω· выйти из \стройи βγαίνω ἐκτος μάχης, ἀχρηστεύομαι.

    Русско-новогреческий словарь > строй

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»